Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έναμμα — ἔναμμα, το (Α) 1. αυτό με το οποίο προσδένουμε κάτι, δεσμός, ιμάντας («τό... ἔναμμα τῆς ἀγκύλης», Πλούτ.) 2. ένδυμα, ιμάτιο, ρούχο, σκέπασμα … Dictionary of Greek
ἔναμμ' — ἔναμμα , ἔναμμα thing bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)